γελῇ

γελῇ
γελάω
laugh
pres subj mp 2nd sg (doric)
γελάω
laugh
pres ind mp 2nd sg (doric)
γελάω
laugh
pres subj act 3rd sg (doric)
γελάω
laugh
pres ind act 3rd sg (doric)
γελάω
laugh
fut ind mid 2nd sg (doric)
γελάω
laugh
fut ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γέλῃ — Γέλα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АГЕЛА —    • Αγέλη,          так назывались товарищества, устраивавшиеся в дорических государствах, особенно у критян, из юношей, достигших 17 летнего возраста; членами такого товарищества они оставались до женитьбы. Цель этого учреждения была та, чтобы… …   Реальный словарь классических древностей

  • πηκτοκαψάκια — τα, Ν κάψουλες από πηκτή, από γέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηκτός + κάψα (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”